- πωλεύμενος
- πωλέομαιgo up and downpres part mp masc nom sg (epic doric ionic)πωλέωsellpres part mp masc nom sg (epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωλούμαι — έομαι, και ιων. τ. πωλεῡμαι, Α 1. πηγαίνω πάνω κάτω ή πέρα δώθε 2. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω κάπου («περὶ πόλιν πωλεύμενος», Αρχίλ.) 3. (με γεν.) πορεύομαι 4. (για πόρνη) περνώ τη ζωή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πωλοῦμαι ανάγεται στην εκτεταμένη… … Dictionary of Greek